ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑ


ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑ

Ο Θεός περπατά ανάλαφρα στους κήπους ενός κρύου, σκοτεινού άστρου,
δίχως να νιώθει τη σκόνη που μαζεύεται στην πτυχή των ενδυμάτων του.
Ο Θεός σημαδεύει τον Εαυτό του με πηλό, σφραγίζει τον Εαυτό του με μούχλα,
βαδίζοντας στις πεδιάδες τις ανήλιαγες ενός χαμένου θλιβερού πολέμου
σε άστρο κρύο από καιρό.

Ο Θεός βαδίζει φωτεινά εκεί όπου κείνται τα οστά άγνωστων πραγμάτων,
ωχρός στη λάμψη Του σαν πάγος σε τόπο λευκασμένο απ’ το φεγγάρι.
Ο Θεός βλέπει τους τάφους με το φως του προσώπου Του,
φρίττει με τους ρούνους που είναι γραμμένοι επάνω τους και η σκιά Του στον ουρανό
φρίττει πελώρια στο διάστημα.

Ο Θεός μιλάει για λίγο με τις στρατιές Του από σκουλήκια που γεννήθηκαν στον τάφο,
ο Θεός συσκέπτεται με το γκρίζο σκουλήκι και τον χλωμό, άπληστο σκώρο:
τα στόματά τους όλα τα ’χουν φάει, μα το σκουλήκι μαίνεται
ακόμη με πείνα σκοτεινή, και σχεδιάζει ζημιά ψιθυριστά
με το σκώρο που ψιθυρίζει.

Ο Θεός επιστρέφει βιαστικά στον ουρανό από ένα σκοτεινό αστέρι του θανάτου,
αλλά τα ενδύματά του είναι καθαρά απ’ τη σκόνη των άγνωστων νεκρών πραγμάτων.
Ο γκρίζος σκώληκας ακολουθεί έρποντας και ο χλωμός σκώρος έχει χορταστεί
ξαπλωμένος σε μια μυστική χρυσή πτυχή του μακριού χιτώνα του
σαν ένας άφατος χαμός.



After Armageddon

God walks lightly in the gardens of a cold, dark star,
Knowing not the dust that gathers in His garments' fold;
God signs Him with the clay, marks Him with the mould,
Walking in the fields unsunned of a sad, lost war,
In a star long cold.

God treads brightly where the bones of unknown things lie,
Pale with His splendor as the frost in a moon-bleached place;
God sees the tombs by the light of His face,
He shudders at the runes writ thereon, and His shadow on the sky
Shudders hugely in space.

God talks briefly with His armies of the tomb-born worm,
God holds parley with the grey worm and pale, avid moth:
Their mouths have eaten all, but the worm is wroth
With a dark hunger still, and he murmurs harm
With the murmuring moth.

God turns Him heavenward in haste from a death-dark star,
But His robes are assoilèd by the dust of unknown things dead;
The grey worm follows creeping, and the pale moth has fed
Couched in a secret golden fold of His broad-trained cimar
Like a doom unsaid.

Comments