ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ


ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ

Είδα ένα σχήμα με μορφή και πρόσωπο ανθρώπου
όπως αυτός θα στεκόταν αποθεωμένος:
βαθιά στους ίσκιους μιας απομονωμένης γης
τα φλεγόμενα πόδια του απέκτησαν κολοσσιαία βάση
και σφαιρικό, στην μοναχική αψίδα του διαστήματος,
το κεφάλι του, μια οργή στους ουρανούς απροσμέτρητη,
υψώθηκε με επιβλητικά μάτια που θα μπορούσαν να διαφεντέψουν
τον δίχως ήλιο, αδειανό ορίζοντα αυτού του τόπου.

Κι αμέσως κατάλαβα πως ήταν κείνος ο μυστικός
ο αδερφός, ο γεννημένος απ’ τ’ ανθρώπινο όνειρο,
του ανθρώπου του επαναστατημένου ενάντια σε μια άγνωστη εξουσία.
Το ιδανικό του νου κι ο ήλιος του πνεύματος.
Μια στήλη καθαρής ευγένειας, σε έσχατους τόπους,
τοποθετημένη απέναντι στο σκοτάδι που είναι ο Θεός.



A Vision of Lucifer

I saw a shape with human form and face,
If such should in apotheosis stand:
Deep in the shadows of a desolate land
His burning feet obtained colossal base,
And spheral on the lonely arc of space,
His head, a menace unto heavens unspanned,
Arose with towered eyes that might command
The sunless, blank horizon of that place.

And straight I knew him for the mystic one
That is the brother, born of human dream,
Of man rebellious at an unknown rod;
The mind's ideal, and the spirit's sun;
A column of clear tame, in lands extreme,
Set opposite the darkness that is God.

Comments