ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ


ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

Αγαπημένη, τι κάνουμε εδώ;
Πέταλο-πέταλο πέφτει η ξένη άνοιξη
σε κήπους, όπου βαδίζουμε αστεφάνωτοι,
κι αναζητούμε γι’ άλλη μια φορά τα περιστέρια, τις μυρτιές
που ’χουν πεθάνει σε κάποιο χρόνο ανεπίστρεπτο.
Και δεν απαιτούμε ανθό ή φύλλο για δικό μας. . .
Ω Πάφος και φεγγάρια της Πάφου που πετάξατε!
Χρυσό μου περιστέρι, μπορείς να θυμηθείς
νύχτες όταν η απόλαυση ήταν το παν,
κι ο μέγας πόθος μπορούσε ακόμα να επιζεί κι απ’ την αυγή πιο πέρα;
Ξέχασες,
εδώ, στον γκρίζο, τον θλιβερό τον κόσμο που μας αγνοεί,
τα χρόνια που ’μασταν κένταυρος και νύμφη, αποτραβηγμένοι
σε δάση γηραιότερα, βαθιά,
που η άνοιξη τα ’χε αλλάξει σε χρυσόλιθο, χρυσάφι;
Ξέχασες την ιστορία των φιλιών την ειπωμένη
από νερά καλοκαιριού ήρεμα σαν τον ύπνο,
όταν εσπέρια ηλιοβασιλέματα άγγιζαν τα μαλλιά σου
από νησιά χαμένα κι όμορφα;

Αγαπημένη, τι κάνουμε εδώ;
Πέρα απ’ το γυάλινο παράθυρο
τα πέπλα της βροχής που όλο αλλάζουν
ετούτο τον πικρό τον κόσμο σκοτεινιάζουν που δεν είν’ δικός μας.
Και στ’ ανακατωμένα λούλουδα
πέφτει ένα άχρωμο λυκόφως, θλιβερό και σύντομο. . .
Δώσ’ μου ξανά τα χείλη σου-
Ας λησμονήσουμε τον πόνο και την κούραση,
και την υπέρτατη καταστροφή της γέννησής μας,
ενώ στη σάρκα σου τα επίμονα
αργά φιλιά μου κινούνται και κολλούν
και μόνο η αγάπη έχει αλήθεια ή αξία.

Αχ, άσε με νάβρω στους καρπούς του κόρφου σου,
το εύθραυστο άρωμα, το αόριστο,
που ’ναι από κρίνα αόρατα, μες στο σκοτάδι συνθλιμμένα,
από τα δάση τα παλιά και μόνα.
Αχ, άσε να ψάξω σ’ αβίαστη αναζήτηση μακριά
ανάμεσα στα μαλλιά σου με του θερισμού το χρώμα,
για ήλιους και καλοκαίρια χρυσαφένια που θυμόμαστε.
Να σφραγίσω τα χείλη μου σε λαιμό και στήθος όμορφο,
ώσπου εκεί που πέσαν τα φιλιά μου, το φάντασμα να εγερθεί
αέρηδων της Πάφου.

Alienage

Dear one, what do we here ?
Petal by petal falls the alien spring
In gardens where we pass ungarlanded,
And seek once more the doves and myrtles dead
In some retrieveless year;
And claim no leaf or blossom for our own . . . .
O Paphos, and the moons of Paphos flown !
My golden dove, canst thou recall
Nights when delight was all,
And high desire could still outlive the dawn ?
Hast thou forgot,
Here, in the grey, sad world that knows us not,
The years when we were nymph and centaur, drawn
To elder forests deep
That spring had turned to chrysolite and gold ?
Hast thou forgot the tale of kisses told
By summer waters calm as sleep,
When Hesperèan sunsets touched thy hair
From islands lost and fair ?

Dear one, what do we here ?
Beyond the window-pane
The shifting veils of rain
Bedim the bitter world that is not ours;
And on dishevelled flowers
There falls a hueless twilight, brief and drear . . . .
Give me thy lips again—
Let us forget the weariness and pain,
And the supreme disaster of our birth,
While in thy flesh my lingering
Slow kisses move and cling
And love alone hath verity or worth.
Ah, let me find, about thy bosom's fruit,
The fragile, vague perfume
Of unseen lilies crushed within the gloom
Of forests lone and old;
Ah, let me seek in leisured long pursuit
Amid thy harvest-colored hair,
For suns and summers of remembered gold;
And seal my lips on throat and bosom fair,
Till where my kisses fell, the phantom rose
Of Paphos blows.

Comments