Η ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ



Η ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Ίσως και να μην μπορέσω να καλύψω για πάντα με τη χάρη
των πλεγμένων λουλουδιών τα μάτια σου από πέτρα που κοιτούν επίμονα.
Προτού οι ευκίνητοι αστρίτες και τ’ ανεμόδαρτα στεφάνια
χωρίσουνε το σμίξιμό τους, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό σου

το θανάσιμο ωσάν τους ήλιους τους χλωμούς στο σύμπαν∙
προτού η ζωή μου την ομοίωσή σου πάρει,
ύπαγε από δω! Οι σκοτεινοί θεοί θρηνούν στο θρόνο τους
και δίχως φλόγα αυξαίνουν οι Ερινύες που εναγκαλίζονται.

Να αποσυρθείς μέσα από μέρη όπου βασιλεύουν πιο αρχαίες μοίρες,
όπου ακόμη και του Χρόνου τα σκιερά φτερά στέκουν εκστατικά.
Ψάξε κάποιο ψηλό Κιμμέριο οχυρό
και αλαζονικές, δαιμονικές πρωτεύουσες ανήλιαγες,
που οι προμαχώνες τους, δυσοίωνοι μ’ ανατριχιαστικό σκοτάδι,
στον κόσμο υψώνονται, μέσα στο άσβεστο φως της κόλασης.


The Medusa of Despair

I may not mask for ever with the grace

Of woven flowers thine eyes of staring stone:
Ere the lithe adders and the garlands blown,
Parting their tangle, have disclosed thy face
Lethal as are the pale young suns in space—
Ere my life take the likeness of thine own—
Get hence! the dark gods languish on their throne,
And flameless grow the Furies they embrace.

Regressive, through what realms of elder doom

Where even the swart vans of Time are stunned,
Seek thou-some tall Cimmerian citadel,
And proud demonian capitals unsunned
Whose ramparts, ominous with horrent gloom,
Heave worldward on the unwaning light of hell.

Comments